-
1 σιττύβαι
σιττύβαι· δερμάτιναι στολαί· τὰ μικρὰ ἱμαντάρια, Hsch.: cf.Aσίττυβα χιτὼν ἐκ δέρματος Poll.7.70
; σίττυβα· δερμάτια, Phot.; σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα Hdn.Gr.1.378: cf. σίλλυβος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιττύβαι
См. также в других словарях:
σίττυβον — τὸ, Α 1. (κατά τον Ηρωδιαν. και τον Φώτ.) μικρό τεμάχιο δέρματος 2. στον πληθ. τὰ σίττυβα (κατά τον Πολυδ.) «χιτὼν ἐκ δερμάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σίττυβα* (ἡ)] … Dictionary of Greek